- πικραίνω
- πίκρανα, πικράθηκα, πικραμένος1. μτβ., κάνω κάτι να είναι πικρό: Το πίκρανες το λικέρ με το πικραμύγδαλο που έβαλες.2. μτφ., λυπώ, δυσαρεστώ κάποιον: Τα παιδιά πολλές φορές πικραίνουν αδικαιολόγητα τους γονείς.3. αμτβ., γίνομαι πικρός: Κάηκε το φαγητό και πίκρανε.4. το μέσ. πικραίνομαι δυσαρεστούμαι, λυπούμαι κατάκαρδα: Τον είδα πολύ πικραμένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.